- γαυρότης
- γαυρ-ότης, ητος, ἡ,A exultation, Plu.Marc.6; of a horse or ass, Id.Pel.22, Mar.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαυρότης — γαυρότης, η (Α) [γαύρος] 1. η έπαρση, η αλαζονεία 2. η θορυβώδης επίδειξη … Dictionary of Greek
γαυρότης — exultation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυρότητι — γαυρότης exultation fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυρότητος — γαυρότης exultation fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)